σουλτάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σουλτάνος οι σουλτάνοι
      γενική του σουλτάνου των σουλτάνων
    αιτιατική τον σουλτάνο τους σουλτάνους
     κλητική σουλτάνε σουλτάνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σουλτάνος < (άμεσο δάνειο) τουρκική sultan < αραβική سلطان (sulṭān, ηγεμόνας) < αραμαϊκή שולטנא (šulṭānā: ισχύς, εξουσία)

Ουσιαστικό

σουλτάνος αρσενικό

  1. o μονάρχης σε κάποια μουσουλμανικά κράτη, όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία ή κάποια σύγχρονα σουλτανάτα
  2. (μεταφορικά) ο τύραννος, ο απόλυτος μονάρχης
     συνώνυμα: δικτάτορας
  3. (μεταφορικά) ο καλομαθημένος και παραχαϊδεμένος άνθρωπος
    Όταν η κομμουνιστική Κίνα αποφάσισε να φρενάρει την υπερβολική αύξηση του πληθυσμού, απαγόρευσε στα νέα ζευγάρια να αποκτούν πάνω από ένα παιδί. Και επειδή τα νέα ζευγάρια αυτό το ένα το παιδί το προτιμούσαν αγόρι, το αποτέλεσμα ήταν να γεννηθεί μιά γενιά από μικρούς σουλτάνους.
     συνώνυμα: πασάς

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.