σουλτανάτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σουλτανάτο | τα | σουλτανάτα |
| γενική | του | σουλτανάτου | των | σουλτανάτων |
| αιτιατική | το | σουλτανάτο | τα | σουλτανάτα |
| κλητική | σουλτανάτο | σουλτανάτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σουλτανάτο < σουλτάνος + -άτο (βλέπε και δουκάτο, πριγκιπάτο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.