εμίρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εμίρης | οι | εμίρηδες |
| γενική | του | εμίρη | των | εμίρηδων |
| αιτιατική | τον | εμίρη | τους | εμίρηδες |
| κλητική | εμίρη | εμίρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμίρης < (άμεσο δάνειο) γαλλική émir < αραβική أمير (ʾāmyr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.