πολυφωνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυφωνικός | η | πολυφωνική | το | πολυφωνικό |
| γενική | του | πολυφωνικού | της | πολυφωνικής | του | πολυφωνικού |
| αιτιατική | τον | πολυφωνικό | την | πολυφωνική | το | πολυφωνικό |
| κλητική | πολυφωνικέ | πολυφωνική | πολυφωνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυφωνικοί | οι | πολυφωνικές | τα | πολυφωνικά |
| γενική | των | πολυφωνικών | των | πολυφωνικών | των | πολυφωνικών |
| αιτιατική | τους | πολυφωνικούς | τις | πολυφωνικές | τα | πολυφωνικά |
| κλητική | πολυφωνικοί | πολυφωνικές | πολυφωνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυφωνικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική polyphonique. Αναλύεται σε πολυ- + φων(ή) + -ικός. Δείτε και πολυφωνία.
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.fo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐φω‐νι‐κός
Επίθετο
πολυφωνικός, -ή, -ό
- σχετικός με την πολυφωνία
- (μουσική) που έχει τα χαρακτηριστικά της πολυφωνίας, που έχει πολλές μελωδικές γραμμές
Μεταφράσεις
πολυφωνικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.