σομόν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σομόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική saumon[1], σολομός

Επίθετο

σομόν άκλιτο

  • που έχει χρώμα ανοιχτό πορτοκαλί προς το ροζ, περίπου σαν αυτό του σολομού

Μεταφράσεις


Ουσιαστικό

σομόν ουδέτερο άκλιτο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.