ημισφαίριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ημισφαίριο τα ημισφαίρια
      γενική του ημισφαιρίου
& ημισφαίριου
των ημισφαιρίων
    αιτιατική το ημισφαίριο τα ημισφαίρια
     κλητική ημισφαίριο ημισφαίρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ημισφαίριο

Ετυμολογία

ημισφαίριο < αρχαία ελληνική ἡμισφαίριον

Προφορά

ΔΦΑ : /i.miˈsfe.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ημισφαίριο

Ουσιαστικό

ημισφαίριο ουδέτερο

  1. (γεωμετρία) το μισό μέρος μιας σφαίρας
  2. (γεωγραφία) το κάθε ένα από τα δύο μισά της σφαίρας της Γης
    Βόρειο / Νότιο ημισφαίριο
  3. (ανατομία) το καθένα από τα δύο μέρη του εγκεφάλου και της παρεγκεφαλίδας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.