Σολομός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Σολομός | οι | Σολομοί |
| γενική | του | Σολομού | των | Σολομών |
| αιτιατική | τον | Σολομό | τους | Σολομούς |
| κλητική | Σολομέ | Σολομοί | ||
| Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός (κλίση: ναός)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Σολομός < σολομός
Προφορά
- ΔΦΑ : /so.loˈmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σο‐λο‐μός
- ομόηχα: σολομός, Σολωμός
-
Αλέξης Σολομός στη Βικιπαίδεια
(1918-2012), Έλληνας σκηνοθέτης του θεάτρου και μεταφραστής
Μεταγραφές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.