σοβιετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σοβιετικός | η | σοβιετική | το | σοβιετικό |
| γενική | του | σοβιετικού | της | σοβιετικής | του | σοβιετικού |
| αιτιατική | τον | σοβιετικό | τη | σοβιετική | το | σοβιετικό |
| κλητική | σοβιετικέ | σοβιετική | σοβιετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σοβιετικοί | οι | σοβιετικές | τα | σοβιετικά |
| γενική | των | σοβιετικών | των | σοβιετικών | των | σοβιετικών |
| αιτιατική | τους | σοβιετικούς | τις | σοβιετικές | τα | σοβιετικά |
| κλητική | σοβιετικοί | σοβιετικές | σοβιετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Σύνθετα
Μεταφράσεις
σοβιετικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.