αλβανοσοβιετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλβανοσοβιετικός | η | αλβανοσοβιετική | το | αλβανοσοβιετικό |
| γενική | του | αλβανοσοβιετικού | της | αλβανοσοβιετικής | του | αλβανοσοβιετικού |
| αιτιατική | τον | αλβανοσοβιετικό | την | αλβανοσοβιετική | το | αλβανοσοβιετικό |
| κλητική | αλβανοσοβιετικέ | αλβανοσοβιετική | αλβανοσοβιετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλβανοσοβιετικοί | οι | αλβανοσοβιετικές | τα | αλβανοσοβιετικά |
| γενική | των | αλβανοσοβιετικών | των | αλβανοσοβιετικών | των | αλβανοσοβιετικών |
| αιτιατική | τους | αλβανοσοβιετικούς | τις | αλβανοσοβιετικές | τα | αλβανοσοβιετικά |
| κλητική | αλβανοσοβιετικοί | αλβανοσοβιετικές | αλβανοσοβιετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αλβανοσοβιετικός < Αλβαν(ός) + -ο- + σοβιετικός[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /al.va.no.so.vi.e.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νο‐σο‐βι‐ε‐τι‐κός
Επίθετο
αλβανοσοβιετικός, -ή, -ό
- που αφορά την Αλβανία και τη Σοβιετική Ένωση και τις μεταξύ τους σχέσεις
Αναφορές
- αλβανοσοβιετικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.