σοβιέτ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

σοβιέτ < (άμεσο δάνειο) γαλλική soviet < ρωσική сове́т (συμβούλιο) < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα съвѣтъ ‎(s ŭ v ě t ŭ) < παλαιά εκκλησιαστική σλαβονική съвѣтъ (sŭvětŭ, συμβουλή) < со- ‎(so-) + вѣтъ ‎(větŭ: συμφωνία) < πρωτοσλαβική *větъ (ομιλία, συμφωνία) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό

σοβιέτ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.