σινοσοβιετικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σινοσοβιετικός | η | σινοσοβιετική | το | σινοσοβιετικό |
| γενική | του | σινοσοβιετικού | της | σινοσοβιετικής | του | σινοσοβιετικού |
| αιτιατική | τον | σινοσοβιετικό | τη | σινοσοβιετική | το | σινοσοβιετικό |
| κλητική | σινοσοβιετικέ | σινοσοβιετική | σινοσοβιετικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σινοσοβιετικοί | οι | σινοσοβιετικές | τα | σινοσοβιετικά |
| γενική | των | σινοσοβιετικών | των | σινοσοβιετικών | των | σινοσοβιετικών |
| αιτιατική | τους | σινοσοβιετικούς | τις | σινοσοβιετικές | τα | σινοσοβιετικά |
| κλητική | σινοσοβιετικοί | σινοσοβιετικές | σινοσοβιετικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σινοσοβιετικός < σινο- + σοβιετικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
σινοσοβιετικός, -ή, -ό
- που αφορά την Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση και τις μεταξύ τους σχέσεις
Μεταφράσεις
σινοσοβιετικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.