σοβιετολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σοβιετολογία οι σοβιετολογίες
      γενική της σοβιετολογίας των σοβιετολογιών
    αιτιατική τη σοβιετολογία τις σοβιετολογίες
     κλητική σοβιετολογία σοβιετολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σοβιετολογία < σοβιέτ + -ο- + -λογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

σοβιετολογία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.