σκρίνιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σκρίνιο | τα | σκρίνια |
| γενική | του | σκρίνιου | των | σκρίνιων |
| αιτιατική | το | σκρίνιο | τα | σκρίνια |
| κλητική | σκρίνιο | σκρίνια | ||
| Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκρίνιο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκρίνιον < λατινική scrinium

Σκρίνιο των αρχών του 20ού αιώνα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈskɾi.ɲo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκρί‐νιο
Ουσιαστικό
σκρίνιο ουδέτερο
- έπιπλο του οποίου το κάτω μέρος μοιάζει με μπουφέ και στο πάνω μέρος έχει βιτρίνα στην οποία τοποθετούν κρύσταλλα και λοιπά σκεύη προς φύλαξη αλλά και έκθεση
- ※ Μονάχα μια βιβλιοθήκη του πατέρα του κράτηξε ο Κοσμάς και ένα σκρίνιο, που 'βανε η μακαρίτισσα η μάνα του τις πορσελάνες και τα κρύσταλλά της.
- Γωγώ Ατζολετάκη, Η φίλη σου, Ροζαλία, Εκδόσεις Ιωλκός, 2015
- ※ Μονάχα μια βιβλιοθήκη του πατέρα του κράτηξε ο Κοσμάς και ένα σκρίνιο, που 'βανε η μακαρίτισσα η μάνα του τις πορσελάνες και τα κρύσταλλά της.
- (παρωχημένο) γραφείο [1]
Μεταφράσεις
σκρίνιο
|
Αναφορές
- σκρίνιο, Σκαρλάτος ο Βυζάντιος, Λεξικόν της καθ'ημάς ελληνικής διαλέκτου, έκδοσις δευτέρα, Αθήνα, 1857
Πηγές
- σκρίνιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκρίνιο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.