μπουφές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπουφές | οι | μπουφέδες |
| γενική | του | μπουφέ | των | μπουφέδων |
| αιτιατική | τον | μπουφέ | τους | μπουφέδες |
| κλητική | μπουφέ | μπουφέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπουφές < (άμεσο δάνειο) ιταλική buffe + -ς < γαλλική buffet
Ουσιαστικό
μπουφές αρσενικό
- γεύμα με ποικιλία εδεσμάτων όπου τα φαγητά βρίσκονται σε πιατέλες σε ένα τραπέζι και οι καλεσμένοι πηγαίνουν εκεί και σερβίρονται μόνοι τους στο πιάτο τους
- το τραπέζι (ή ο χώρος) όπου τοποθετούνται τα φαγητά σε ένα τέτοιο γεύμα
- ξύλινο έπιπλο (ντουλάπι αλλά όχι εντοιχισμένο) όπου φυλάσσονται πιατικά, σερβίτσια, κρύσταλλα κλπ
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.