μπουφές

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπουφές οι μπουφέδες
      γενική του μπουφέ των μπουφέδων
    αιτιατική τον μπουφέ τους μπουφέδες
     κλητική μπουφέ μπουφέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπουφές < (άμεσο δάνειο) ιταλική buffe + < γαλλική buffet

Ουσιαστικό

μπουφές αρσενικό

  1. γεύμα με ποικιλία εδεσμάτων όπου τα φαγητά βρίσκονται σε πιατέλες σε ένα τραπέζι και οι καλεσμένοι πηγαίνουν εκεί και σερβίρονται μόνοι τους στο πιάτο τους
  2. το τραπέζι (ή ο χώρος) όπου τοποθετούνται τα φαγητά σε ένα τέτοιο γεύμα
  3. ξύλινο έπιπλο (ντουλάπι αλλά όχι εντοιχισμένο) όπου φυλάσσονται πιατικά, σερβίτσια, κρύσταλλα κλπ
     συνώνυμα: σερβάν, σερβάντα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.