σκρίνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| σκρῑνιο- | ||||||||
| ονομαστική | τὸ | σκρίνιον | τὰ | σκρίνιᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | σκρινίου | τῶν | σκρινίων | ||||
| δοτική | τῷ | σκρινίῳ | τοῖς | σκρινίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | σκρίνιον | τὰ | σκρίνιᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | σκρίνιον | σκρίνιᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σκρινίω | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | σκρινίοιν | ||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- σκρίνιον < (άμεσο δάνειο) λατινική scrin(ium) (κιβώτιο) + -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: σκρίνιο
Παράγωγα
- σκρινιάριος
Πηγές
- σκρίνιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σκρίνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.