σκρίνιον

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
σκρῑνιο-
ονομαστική τὸ σκρίνιον τὰ σκρίνι
      γενική τοῦ σκρινίου τῶν σκρινίων
      δοτική τῷ σκρινί τοῖς σκρινίοις
    αιτιατική τὸ σκρίνιον τὰ σκρίνι
     κλητική ! σκρίνιον σκρίνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκρινίω
γεν-δοτ τοῖν  σκρινίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκρίνιον < (άμεσο δάνειο) λατινική scrin(ium) (κιβώτιο) + -ιον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σκρίνιο

Ουσιαστικό

σκρίνιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

  • σκρινιάριος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.