σκούφια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκούφια οι σκούφιες
      γενική της σκούφιας
    αιτιατική τη σκούφια τις σκούφιες
     κλητική σκούφια σκούφιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκούφια < μεσαιωνική ελληνική σκούφια / σκουφία < (άμεσο δάνειο) ιταλική scuffia < cuffia < λατινική cofia / cofea / cuffa / cuphia (κράνος, κουκούλα) < φραγκικά *kuf(f)ja ‎(κόμμωση) < πρωτογερμανική *kupjō ‎(κουκούλα, σκούφος)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsku.fça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκούφια

Ουσιαστικό

σκούφια θηλυκό

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.