πού

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πού < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ποῦ

Επίρρημα

πού

  1. (τοπικό επίρρημα) σε ποιο μέρος; σε ποιον τόπο;
    Πού ήσουν και δε σε είδα;
  2. (τροπικό επίρρημα) πού να: πώς; με ποιον τρόπο; (δηλώνει δυσκολία ή αδυναμία να γίνει κάτι)
    Πού να το φανταζόμουν;
    Χτες έπεσα νωρίς αλλά πού να κοιμηθώ! (δεν μπορούσα να κοιμηθώ)
    έχω κάτι δουλειές στο κέντρο, αλλά πού να τρέχω τώρα...

Εκφράσεις

  • πού και πού : σπάνια
  • από πού κι ως πού; : πώς είναι δυνατόν;

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Επίρρημα

πού

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.