ξεσκούφωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξεσκούφωτος η ξεσκούφωτη το ξεσκούφωτο
      γενική του ξεσκούφωτου της ξεσκούφωτης του ξεσκούφωτου
    αιτιατική τον ξεσκούφωτο την ξεσκούφωτη το ξεσκούφωτο
     κλητική ξεσκούφωτε ξεσκούφωτη ξεσκούφωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξεσκούφωτοι οι ξεσκούφωτες τα ξεσκούφωτα
      γενική των ξεσκούφωτων των ξεσκούφωτων των ξεσκούφωτων
    αιτιατική τους ξεσκούφωτους τις ξεσκούφωτες τα ξεσκούφωτα
     κλητική ξεσκούφωτοι ξεσκούφωτες ξεσκούφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ξεσκούφωτος < ξεσκουφώνομαι + -τος

Επίθετο

ξεσκούφωτος

  1. χωρίς σκουφί
    Πού πας έτσι ξεσκούφωτος μέσα στην παγωνιά, έλα πίσω να βάλεις κάτι στο κεφάλι σου
  2. (αργκό) χωρίς προφυλακτικό στη σεξουαλική πράξη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.