σκουφάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουφάκι τα σκουφάκια
      γενική
    αιτιατική το σκουφάκι τα σκουφάκια
     κλητική σκουφάκι σκουφάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκουφάκι < σκούφος ή σκουφ(ί) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Ουσιαστικό

σκουφάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του σκούφος / σκουφί
    άλλες μορφές: σκουφίτσα
  2. ελαστικό σκουφί που καλύπτει τα μαλλιά κατά τη διάρκεια του μπάνιου (σε πισίνα ή αλλού)

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε σκούφος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.