μαυροσκούφης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μαυροσκούφης | οι | μαυροσκούφηδες |
| γενική | του | μαυροσκούφη | των | μαυροσκούφηδων |
| αιτιατική | τον | μαυροσκούφη | τους | μαυροσκούφηδες |
| κλητική | μαυροσκούφη | μαυροσκούφηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Μαυροσκούφης
Ουσιαστικό
μαυροσκούφης αρσενικό
- (στρατιωτική αργκό) στρατιώτης τεθωρακισμένων
- ↪ το αγόρι μου είναι στους μαυροσκούφηδες στον Αυλώνα
- → και δείτε τη λέξη αρματιστής (επίσημο)
- (πτηνό) το πτηνό Sylvia atricapilla
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.