κλοτσοσκούφι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κλοτσοσκούφι | τα | κλοτσοσκούφια |
| γενική | — | — | ||
| αιτιατική | το | κλοτσοσκούφι | τα | κλοτσοσκούφια |
| κλητική | κλοτσοσκούφι | κλοτσοσκούφια | ||
| Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κλοτσοσκούφι ουδέτερο
- (παρωχημένο) παιδικό παιχνίδι που παίζονταν με το κλότσημα σκουφιού
- (μεταφορικά) άτομο που δεν το υπολογίζουν, που το περιφρονούν
- (μεταφορικά) (μειωτικό) (γενικότερα) το ποδόσφαιρο
- (μεταφορικά) (μειωτικό) (ειδικότερα) κακής ποιότητας αγώνας ποδοσφαίρου
- κλωτσοσκούφι
Μεταφράσεις
κλοτσοσκούφι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.