σκοπευτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκοπευτής οι σκοπευτές
      γενική του σκοπευτή των σκοπευτών
    αιτιατική τον σκοπευτή τους σκοπευτές
     κλητική σκοπευτή σκοπευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκοπευτής < ελληνιστική κοινή σκοπευτής < αρχαία ελληνική σκοπεύω / σκοπέω < σκοπός ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική franc-tireur[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /sko.peˈftis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σκοπευτής

Ουσιαστικό

σκοπευτής αρσενικό (θηλυκό σκοπεύτρια)

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

  1. σκοπευτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.