σκοπεύτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκοπεύτρια οι σκοπεύτριες
      γενική της σκοπεύτριας των σκοπευτριών
    αιτιατική τη σκοπεύτρια τις σκοπεύτριες
     κλητική σκοπεύτρια σκοπεύτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκοπεύτρια < σκοπευτής + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

σκοπεύτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.