στοχεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στοχεύω < στόχ(ος) + -εύω < αρχαία ελληνική στόχος

Προφορά

ΔΦΑ : /stoˈçe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στοχεύω

Ρήμα

στοχεύω, αόρ.: στόχευσα, μτχ.π.π.: στοχευμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. σημαδεύω ένα στόχο, με σκοπό να κατευθύνω τη βολή του όπλου μου σε αυτόν
     συνώνυμα: σκοπεύω, ξαμώνω, μεταφορικά: κλειδώνω στόχο
  2. (μεταφορικά) επιδιώκω να πετύχω κάτι, αποβλέπω στην επίτευξη ενός στόχου

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στόχος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.