στοχεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στοχεύω < στόχ(ος) + -εύω < αρχαία ελληνική στόχος
Προφορά
- ΔΦΑ : /stoˈçe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐χεύ‐ω
Ρήμα
στοχεύω, αόρ.: στόχευσα, μτχ.π.π.: στοχευμένος (χωρίς παθητική φωνή)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στοχεύω | στόχευα | θα στοχεύω | να στοχεύω | στοχεύοντας | |
| β' ενικ. | στοχεύεις | στόχευες | θα στοχεύεις | να στοχεύεις | στόχευε | |
| γ' ενικ. | στοχεύει | στόχευε | θα στοχεύει | να στοχεύει | ||
| α' πληθ. | στοχεύουμε | στοχεύαμε | θα στοχεύουμε | να στοχεύουμε | ||
| β' πληθ. | στοχεύετε | στοχεύατε | θα στοχεύετε | να στοχεύετε | στοχεύετε | |
| γ' πληθ. | στοχεύουν(ε) | στόχευαν στοχεύαν(ε) |
θα στοχεύουν(ε) | να στοχεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στόχευσα | θα στοχεύσω | να στοχεύσω | στοχεύσει | ||
| β' ενικ. | στόχευσες | θα στοχεύσεις | να στοχεύσεις | στόχευσε | ||
| γ' ενικ. | στόχευσε | θα στοχεύσει | να στοχεύσει | |||
| α' πληθ. | στοχεύσαμε | θα στοχεύσουμε | να στοχεύσουμε | |||
| β' πληθ. | στοχεύσατε | θα στοχεύσετε | να στοχεύσετε | στοχεύστε | ||
| γ' πληθ. | στόχευσαν στοχεύσαν(ε) |
θα στοχεύσουν(ε) | να στοχεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στοχεύσει | είχα στοχεύσει | θα έχω στοχεύσει | να έχω στοχεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στοχεύσει | είχες στοχεύσει | θα έχεις στοχεύσει | να έχεις στοχεύσει | έχε στοχευμένο | |
| γ' ενικ. | έχει στοχεύσει | είχε στοχεύσει | θα έχει στοχεύσει | να έχει στοχεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στοχεύσει | είχαμε στοχεύσει | θα έχουμε στοχεύσει | να έχουμε στοχεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στοχεύσει | είχατε στοχεύσει | θα έχετε στοχεύσει | να έχετε στοχεύσει | έχετε στοχευμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν στοχεύσει | είχαν στοχεύσει | θα έχουν στοχεύσει | να έχουν στοχεύσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) στοχευμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) στοχευμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) στοχευμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) στοχευμένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.