σκοπευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκοπευμένος | η | σκοπευμένη | το | σκοπευμένο |
| γενική | του | σκοπευμένου | της | σκοπευμένης | του | σκοπευμένου |
| αιτιατική | τον | σκοπευμένο | τη | σκοπευμένη | το | σκοπευμένο |
| κλητική | σκοπευμένε | σκοπευμένη | σκοπευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκοπευμένοι | οι | σκοπευμένες | τα | σκοπευμένα |
| γενική | των | σκοπευμένων | των | σκοπευμένων | των | σκοπευμένων |
| αιτιατική | τους | σκοπευμένους | τις | σκοπευμένες | τα | σκοπευμένα |
| κλητική | σκοπευμένοι | σκοπευμένες | σκοπευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σκοπευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος σκοπεύω
Μετοχή
σκοπευμένος
- που τον σκοπεύουν ή τον έχουν σκοπεύσει
- Αλλά τώρα, εγώ είμαι που νιώθω σα σκοπευμένος από κάποια ταράτσα. (Γιώργος Ιωάννου, Για ένα φιλότιμο 1964)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.