σημαδεμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σημαδεμένος η σημαδεμένη το σημαδεμένο
      γενική του σημαδεμένου της σημαδεμένης του σημαδεμένου
    αιτιατική τον σημαδεμένο τη σημαδεμένη το σημαδεμένο
     κλητική σημαδεμένε σημαδεμένη σημαδεμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σημαδεμένοι οι σημαδεμένες τα σημαδεμένα
      γενική των σημαδεμένων των σημαδεμένων των σημαδεμένων
    αιτιατική τους σημαδεμένους τις σημαδεμένες τα σημαδεμένα
     κλητική σημαδεμένοι σημαδεμένες σημαδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σημαδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σημαδεύω

Μετοχή

σημαδεμένος, -η, -ο

  1. που τον έχουν σημαδέψει
  2. που έχει ένα χαρακτηριστικό σημάδι, πχ ουλή
  3. (μεταφορικά) που η ζωή τού άφησε δυσεπούλωτα ψυχικά τραύματα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.