σημαδεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σημαδεμένος | η | σημαδεμένη | το | σημαδεμένο |
| γενική | του | σημαδεμένου | της | σημαδεμένης | του | σημαδεμένου |
| αιτιατική | τον | σημαδεμένο | τη | σημαδεμένη | το | σημαδεμένο |
| κλητική | σημαδεμένε | σημαδεμένη | σημαδεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σημαδεμένοι | οι | σημαδεμένες | τα | σημαδεμένα |
| γενική | των | σημαδεμένων | των | σημαδεμένων | των | σημαδεμένων |
| αιτιατική | τους | σημαδεμένους | τις | σημαδεμένες | τα | σημαδεμένα |
| κλητική | σημαδεμένοι | σημαδεμένες | σημαδεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σημαδεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σημαδεύω
Μετοχή
σημαδεμένος, -η, -ο
- που τον έχουν σημαδέψει
- που έχει ένα χαρακτηριστικό σημάδι, πχ ουλή
- (μεταφορικά) που η ζωή τού άφησε δυσεπούλωτα ψυχικά τραύματα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.