ασκόπευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασκόπευτος | η | ασκόπευτη | το | ασκόπευτο |
| γενική | του | ασκόπευτου | της | ασκόπευτης | του | ασκόπευτου |
| αιτιατική | τον | ασκόπευτο | την | ασκόπευτη | το | ασκόπευτο |
| κλητική | ασκόπευτε | ασκόπευτη | ασκόπευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασκόπευτοι | οι | ασκόπευτες | τα | ασκόπευτα |
| γενική | των | ασκόπευτων | των | ασκόπευτων | των | ασκόπευτων |
| αιτιατική | τους | ασκόπευτους | τις | ασκόπευτες | τα | ασκόπευτα |
| κλητική | ασκόπευτοι | ασκόπευτες | ασκόπευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ασκόπευτος
Μεταφράσεις
ασκόπευτος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.