ασκόπευτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασκόπευτος η ασκόπευτη το ασκόπευτο
      γενική του ασκόπευτου της ασκόπευτης του ασκόπευτου
    αιτιατική τον ασκόπευτο την ασκόπευτη το ασκόπευτο
     κλητική ασκόπευτε ασκόπευτη ασκόπευτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασκόπευτοι οι ασκόπευτες τα ασκόπευτα
      γενική των ασκόπευτων των ασκόπευτων των ασκόπευτων
    αιτιατική τους ασκόπευτους τις ασκόπευτες τα ασκόπευτα
     κλητική ασκόπευτοι ασκόπευτες ασκόπευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασκόπευτος < α- + σκοπεύω + -τος

Επίθετο

ασκόπευτος

  1. ασημάδευτος
     αντώνυμα: σκοπευμένος, σημαδεμένος
  2. άσκοπος
     αντώνυμα: σκόπιμος, εσκεμμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.