σκληρόπετσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σκληρόπετσος | η | σκληρόπετση | το | σκληρόπετσο |
| γενική | του | σκληρόπετσου | της | σκληρόπετσης | του | σκληρόπετσου |
| αιτιατική | τον | σκληρόπετσο | τη | σκληρόπετση | το | σκληρόπετσο |
| κλητική | σκληρόπετσε | σκληρόπετση | σκληρόπετσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σκληρόπετσοι | οι | σκληρόπετσες | τα | σκληρόπετσα |
| γενική | των | σκληρόπετσων | των | σκληρόπετσων | των | σκληρόπετσων |
| αιτιατική | τους | σκληρόπετσους | τις | σκληρόπετσες | τα | σκληρόπετσα |
| κλητική | σκληρόπετσοι | σκληρόπετσες | σκληρόπετσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
σκληρόπετσος
- (κυριολεκτικά) που έχει σκληρή πέτσα ή σκληρό δέρμα
- (μεταφορικά) που είναι αρκετά σκληρός ή σκληραγωγημένος
- (μεταφορικά) που είναι αναίσθητος
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
σκληρόπετσος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.