σκληρόπετσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σκληρόπετσος η σκληρόπετση το σκληρόπετσο
      γενική του σκληρόπετσου της σκληρόπετσης του σκληρόπετσου
    αιτιατική τον σκληρόπετσο τη σκληρόπετση το σκληρόπετσο
     κλητική σκληρόπετσε σκληρόπετση σκληρόπετσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σκληρόπετσοι οι σκληρόπετσες τα σκληρόπετσα
      γενική των σκληρόπετσων των σκληρόπετσων των σκληρόπετσων
    αιτιατική τους σκληρόπετσους τις σκληρόπετσες τα σκληρόπετσα
     κλητική σκληρόπετσοι σκληρόπετσες σκληρόπετσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σκληρόπετσος < σκληρός + -ο- + πέτσα + -ος

Επίθετο

σκληρόπετσος

  1. (κυριολεκτικά) που έχει σκληρή πέτσα ή σκληρό δέρμα
  2. (μεταφορικά) που είναι αρκετά σκληρός ή σκληραγωγημένος
  3. (μεταφορικά) που είναι αναίσθητος

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.