πέτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πέτσα | οι | πέτσες |
| γενική | της | πέτσας | των | πετσών |
| αιτιατική | την | πέτσα | τις | πέτσες |
| κλητική | πέτσα | πέτσες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πέτσα < μεσαιωνική ελληνική πέτσα < ιταλική pezza < δημώδης λατινική *pettia / *pettium < υστερολατινική pettia < γαλατική *pettyā < πρωτοκελτική *kʷezdis (κομμάτι, τμήμα)
Σύνθετα
Μεταφράσεις
πέτσα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.