πέτσα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πέτσα οι πέτσες
      γενική της πέτσας των πετσών
    αιτιατική την πέτσα τις πέτσες
     κλητική πέτσα πέτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πέτσα < μεσαιωνική ελληνική πέτσα < ιταλική pezza < δημώδης λατινική *pettia / *pettium < υστερολατινική pettia < γαλατική *pettyā < πρωτοκελτική *kʷezdis (κομμάτι, τμήμα)

Ουσιαστικό

πέτσα θηλυκό

  1. το δέρμα, η επιδερμίδα
  2. η κρούστα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.