χοντρόπετσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χοντρόπετσος | η | χοντρόπετση | το | χοντρόπετσο |
| γενική | του | χοντρόπετσου | της | χοντρόπετσης | του | χοντρόπετσου |
| αιτιατική | τον | χοντρόπετσο | τη | χοντρόπετση | το | χοντρόπετσο |
| κλητική | χοντρόπετσε | χοντρόπετση | χοντρόπετσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χοντρόπετσοι | οι | χοντρόπετσες | τα | χοντρόπετσα |
| γενική | των | χοντρόπετσων | των | χοντρόπετσων | των | χοντρόπετσων |
| αιτιατική | τους | χοντρόπετσους | τις | χοντρόπετσες | τα | χοντρόπετσα |
| κλητική | χοντρόπετσοι | χοντρόπετσες | χοντρόπετσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xonˈdɾo.pe.t͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χο‐ντρό‐πε‐τσος
Επίθετο
χοντρόπετσος, -η, -ο
- που έχει χοντρό δέρμα, πετσί ή φλούδα
- ↪ Να το ξεφλουδίσεις αυτό το ραδάκινο, γιατί είναι πολύ χοντρόπετσο.
- (μεταφορικά, μειωτικό) που δείχνει να μην έχει ευαισθησίες
- ≈ συνώνυμα: παχύδερμος, παχύδερμο (ουδέτερο), αναίσθητος, ασυγκίνητος
Πηγές
- χοντρόπετσος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.