χοντρόπετσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντρόπετσος η χοντρόπετση το χοντρόπετσο
      γενική του χοντρόπετσου της χοντρόπετσης του χοντρόπετσου
    αιτιατική τον χοντρόπετσο τη χοντρόπετση το χοντρόπετσο
     κλητική χοντρόπετσε χοντρόπετση χοντρόπετσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντρόπετσοι οι χοντρόπετσες τα χοντρόπετσα
      γενική των χοντρόπετσων των χοντρόπετσων των χοντρόπετσων
    αιτιατική τους χοντρόπετσους τις χοντρόπετσες τα χοντρόπετσα
     κλητική χοντρόπετσοι χοντρόπετσες χοντρόπετσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χοντρόπετσος < χοντρό- + πετσί, πέτσ(α) + -ος

Προφορά

ΔΦΑ : /xonˈdɾo.pe.t͡sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χοντρόπετσος

Επίθετο

χοντρόπετσος, -η, -ο

  1. που έχει χοντρό δέρμα, πετσί ή φλούδα
    Να το ξεφλουδίσεις αυτό το ραδάκινο, γιατί είναι πολύ χοντρόπετσο.
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) που δείχνει να μην έχει ευαισθησίες
     συνώνυμα: παχύδερμος, παχύδερμο (ουδέτερο), αναίσθητος, ασυγκίνητος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.