αρτηριοσκληρυντικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρτηριοσκληρυντικός η αρτηριοσκληρυντική το αρτηριοσκληρυντικό
      γενική του αρτηριοσκληρυντικού της αρτηριοσκληρυντικής του αρτηριοσκληρυντικού
    αιτιατική τον αρτηριοσκληρυντικό την αρτηριοσκληρυντική το αρτηριοσκληρυντικό
     κλητική αρτηριοσκληρυντικέ αρτηριοσκληρυντική αρτηριοσκληρυντικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρτηριοσκληρυντικοί οι αρτηριοσκληρυντικές τα αρτηριοσκληρυντικά
      γενική των αρτηριοσκληρυντικών των αρτηριοσκληρυντικών των αρτηριοσκληρυντικών
    αιτιατική τους αρτηριοσκληρυντικούς τις αρτηριοσκληρυντικές τα αρτηριοσκληρυντικά
     κλητική αρτηριοσκληρυντικοί αρτηριοσκληρυντικές αρτηριοσκληρυντικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρτηριοσκληρυντικός < αρτηριοσκλήρυν(ση) + -τικός. Μορφολογικά αναλύεται σε αρτηριο- + σκληρυντικός.

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.ti.ɾi.o.skli.ɾin.diˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρτηριοσκληρυντικός

Επίθετο

αρτηριοσκληρυντικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.