αποσκληρυντικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αποσκληρυντικός | η | αποσκληρυντική | το | αποσκληρυντικό |
| γενική | του | αποσκληρυντικού | της | αποσκληρυντικής | του | αποσκληρυντικού |
| αιτιατική | τον | αποσκληρυντικό | την | αποσκληρυντική | το | αποσκληρυντικό |
| κλητική | αποσκληρυντικέ | αποσκληρυντική | αποσκληρυντικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αποσκληρυντικοί | οι | αποσκληρυντικές | τα | αποσκληρυντικά |
| γενική | των | αποσκληρυντικών | των | αποσκληρυντικών | των | αποσκληρυντικών |
| αιτιατική | τους | αποσκληρυντικούς | τις | αποσκληρυντικές | τα | αποσκληρυντικά |
| κλητική | αποσκληρυντικοί | αποσκληρυντικές | αποσκληρυντικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αποσκληρυντικός < αποσκληρύνω + -τικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εnthärtungsmittel
Επίθετο
αποσκληρυντικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποσκλήρυνση (του νερού), αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) αποσκληρυντικά
- (ουσιαστικοποιημένο) αποσκληρυντικό
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αποσκληραίνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.