σημαίνων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σημαίνων & σημαίνοντας |
η | σημαίνουσα | το | σημαίνον |
| γενική | του | σημαίνοντος & σημαίνοντα |
της | σημαίνουσας & σημαινούσης* |
του | σημαίνοντος |
| αιτιατική | τον | σημαίνοντα | τη | σημαίνουσα | το | σημαίνον |
| κλητική | σημαίνων & σημαίνοντα |
σημαίνουσα | σημαίνον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σημαίνοντες | οι | σημαίνουσες | τα | σημαίνοντα |
| γενική | των | σημαινόντων | των | σημαινουσών | των | σημαινόντων |
| αιτιατική | τους | σημαίνοντες | τις | σημαίνουσες | τα | σημαίνοντα |
| κλητική | σημαίνοντες | σημαίνουσες | σημαίνοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σημαίνων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σημαίνων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος σημαίνω
Μετοχή
σημαίνων, -ουσα, -ον
- σημαντικός, εξέχων
- ↪ ο κ. Χ, ένας σημαίνων παράγοντας του υπουργείου Εξωτερικών
- (κυριολεκτικά) που σημαίνει, που έχει τη σημασία → δείτε τη λέξη σημαίνον
Εκφράσεις
- το σημαίνον και το σημαινόμενο (γλωσσολογία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.