σημαδιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σημαδιακός | η | σημαδιακή | το | σημαδιακό |
| γενική | του | σημαδιακού | της | σημαδιακής | του | σημαδιακού |
| αιτιατική | τον | σημαδιακό | τη | σημαδιακή | το | σημαδιακό |
| κλητική | σημαδιακέ | σημαδιακή | σημαδιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σημαδιακοί | οι | σημαδιακές | τα | σημαδιακά |
| γενική | των | σημαδιακών | των | σημαδιακών | των | σημαδιακών |
| αιτιατική | τους | σημαδιακούς | τις | σημαδιακές | τα | σημαδιακά |
| κλητική | σημαδιακοί | σημαδιακές | σημαδιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- σημαδιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
σημαδιακός, -ή, -ό
- που αποτελεί σημείο ότι κάτι θα συμβεί, που προμηνύει κάτι σημαντικό
- ※ Ο Αντώνης θυμάται πάντα με συγκίνηση τη μέρα αυτή, που στάθηκε μέρα σημαδιακή για όλη τη ζωή του. (Τάκης Αδάμος Ποιος θα εμποδίσει την άνοιξη; [διήγημα], Εκδ. Καστανιώτη, 1981)
Μεταφράσεις
σημαδιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.