σεναριογράφος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η σεναριογράφος οι σεναριογράφοι
      γενική του/της σεναριογράφου των σεναριογράφων
    αιτιατική τον/τη σεναριογράφο τους/τις σεναριογράφους
     κλητική σεναριογράφε σεναριογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σεναριογράφος < σενάρι(ο) + -ο- + -γράφος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική scriptwriter [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /se.na.ɾi.oˈɣɾa.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σεναριογράφος

Ουσιαστικό

σεναριογράφος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) ο συγγραφέας σεναρίων για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.