σενάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σενάριο τα σενάρια
      γενική του σεναρίου
& σενάριου
των σεναρίων
    αιτιατική το σενάριο τα σενάρια
     κλητική σενάριο σενάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σενάριο < (άμεσο δάνειο) ιταλική scenario < λατινική scenarium < scena / scaena < αρχαία ελληνική σκηνή (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

σενάριο ουδέτερο

  1. το κείμενο που περιγράφει αναλυτικά την πλοκή, τις σκηνές και τους διαλόγους μιας κινηματογραφικής (ή τηλεοπτικής) ταινίας
    Το σενάριο της ταινίας βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.
  2. κατά προέκταση, η τέχνη της σεναριογραφίας
    Σπουδάζει σενάριο στη Νέα Υόρκη.
  3. η υπόθεση, η πλοκή, ο μύθος λογοτεχνικού, θεατρικού, αλλά κυρίως κινηματογραφικού έργου
    Ο λόγος του συγγραφέα είναι καθαρός, το σενάριο όμως αρκετά μπερδεμένο.
  4. μεταφορικά, το ψεύδος και η παραπληροφόρηση
    Ο υπουργός διέψευσε τα σενάρια περί διαφθοράς.

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.