συνσεναριογράφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | συνσεναριογράφος | οι | συνσεναριογράφοι |
| γενική | του/της | συνσεναριογράφου | των | συνσεναριογράφων |
| αιτιατική | τον/τη | συνσεναριογράφο | τους/τις | συνσεναριογράφους |
| κλητική | συνσεναριογράφε | συνσεναριογράφοι | ||
| Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συνσεναριογράφος (νεολογισμός) < συν- (χωρίς μετατροπή σε συσ- όπως σε παλιότερες λέξεις) + σεναριογράφος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική coscreenwriter
Προφορά
- ΔΦΑ : /sin.se.na.ɾi.oˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συν‐σε‐να‐ρι‐ο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό
συνσεναριογράφος αρσενικό ή θηλυκό
- δεύτερος σεναριογράφος, που γράφει ένα σενάριο μαζί με κάποιον άλλο
Μεταφράσεις
συνσεναριογράφος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.