σεναριογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σεναριογραφία | οι | σεναριογραφίες |
| γενική | της | σεναριογραφίας | των | σεναριογραφιών |
| αιτιατική | τη | σεναριογραφία | τις | σεναριογραφίες |
| κλητική | σεναριογραφία | σεναριογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Συγγενικά
Μεταφράσεις
σεναριογραφία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.