σήψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σήψη οι σήψεις
      γενική της σήψης* των σήψεων
    αιτιατική τη σήψη τις σήψεις
     κλητική σήψη σήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, σήψεως
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σήψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σῆψις[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈsi.psi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σήψη

Ουσιαστικό

σήψη θηλυκό

  1. η οργανική αποσύνθεση
  2. (μεταφορικά) η διαφθορά ανθρώπων και η κατάρρευση αξιών

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.