σήψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σήψη | οι | σήψεις |
| γενική | της | σήψης* | των | σήψεων |
| αιτιατική | τη | σήψη | τις | σήψεις |
| κλητική | σήψη | σήψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, σήψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σήψη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σῆψις[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σή‐ψη
Ουσιαστικό
σήψη θηλυκό
- η οργανική αποσύνθεση
- (μεταφορικά) η διαφθορά ανθρώπων και η κατάρρευση αξιών
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
σήψη
|
Αναφορές
- σήψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.