ρόδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρόδα οι ρόδες
      γενική της ρόδας των ροδών
    αιτιατική τη ρόδα τις ρόδες
     κλητική ρόδα ρόδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρόδα < (άμεσο δάνειο) βενετική roda < λατινική rota

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾo.ða/
ρόδα αυτοκινήτου
ρόδα ποδηλάτου
ρόδα λούνα παρκ

Ουσιαστικό

ρόδα θηλυκό

  1. εξάρτημα των μέσων μεταφοράς που περιστρέφεται γύρω από έναν οριζόντιο άξονα προσαρμοσμένο στη βάση του οχήματος, ο τροχός.
    οι ρόδες του αυτοκινήτου, ποδήλατο με μία ρόδα
  2. (ναυτικό) κυκλικό τμήμα του τιμονιού και το χειρίζεται ο πιλότος
  3. (συνεκδοχικά) το αυτοκίνητο
    σκέφτεται να αγοράσει νέα ρόδα
  4. ο τροχός του λούνα παρκ

Εκφράσεις

  • ρόδα είναι και γυρίζει : τίποτε δεν είναι σταθερό, η ζωή έχει πολλές μεταβολές

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ρόδα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.