ρωτακισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρωτακισμός οι ρωτακισμοί
      γενική του ρωτακισμού των ρωτακισμών
    αιτιατική τον ρωτακισμό τους ρωτακισμούς
     κλητική ρωτακισμέ ρωτακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρωτακισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική rhotacisme < ελληνιστική κοινή ῥωτακίζω (χρησιμοποιώ υπερβολικά το ρο)+ -ισμός < ῥῶ

Ουσιαστικό

ρωτακισμός αρσενικό

  1. (γλωσσολογία, φωνητική) η τροπή ενός συμφώνου (π.χ. του σ ή του λ) σε ρ
    ἀδελφός > αδερφός, βασιλική > λατινικά basilica > αρωμουνικά bãsearicã / ρουμανικά biserică
  2. (ιατρική) δυσκολία στην προφορά του φθόγγου ρ / /ɾ/

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.