τσιτακισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | τσιτακισμός | οι | τσιτακισμοί |
| γενική | του | τσιτακισμού | των | τσιτακισμών |
| αιτιατική | τον | τσιτακισμό | τους | τσιτακισμούς |
| κλητική | τσιτακισμέ | τσιτακισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡si.ta.ciˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσι‐τα‐κι‐σμός
Ουσιαστικό
τσιτακισμός αρσενικό
- (γλωσσολογία, φωνολογία) το φαινόμενο ουράνωσης υπερωικών συμφώνων, όπου το σύμφωνο [k] ή [c] προφέρεται ως [t͡s] και το [ɡ] ή [ɟ] ως [d͡z] όταν ακολουθεί [e], [i] ή [ʝ]
- ※ Ένα από τα χαρακτηριστικά της αιγαιακής νησιωτικής προφοράς είναι ο τσιτακισμός («Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι» @greek‑language.gr)
- → χρειάζεται παράδειγμα
Παράγωγα
- δασύς τσιτακισμός
- ητακισμός
- ζητακισμός
- ιωτακισμός
- ρωτακισμός
Μεταφράσεις
τσιτακισμός
|
|
Αναφορές
- τσιτακισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- § Τσιτακισμός, Trudgill, Peter. Νεοελληνικές Διάλεκτοι @greek-language.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.