ζητακισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζητακισμός οι ζητακισμοί
      γενική του ζητακισμού των ζητακισμών
    αιτιατική τον ζητακισμό τους ζητακισμούς
     κλητική ζητακισμέ ζητακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζητακισμός < ζήτα + -ισμός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /zi.ta.ciˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ζητακισμός

Ουσιαστικό

ζητακισμός αρσενικό

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη ζήτα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.