ρυτό
Νέα ελληνικά (el)

ελληνικό ρυτό του 4ου αιώνα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρυτό | τα | ρυτά |
| γενική | του | ρυτού | των | ρυτών |
| αιτιατική | το | ρυτό | τα | ρυτά |
| κλητική | ρυτό | ρυτά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρυτό < αρχαία ελληνική ῥυτόν, ουδέτερο του ῥυτός < ῥέω
Ουσιαστικό
ρυτό ουδέτερο
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρέω
-
ρυτό στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.