ριχτός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ριχτός | η | ριχτή | το | ριχτό |
| γενική | του | ριχτού | της | ριχτής | του | ριχτού |
| αιτιατική | τον | ριχτό | τη | ριχτή | το | ριχτό |
| κλητική | ριχτέ | ριχτή | ριχτό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ριχτοί | οι | ριχτές | τα | ριχτά |
| γενική | των | ριχτών | των | ριχτών | των | ριχτών |
| αιτιατική | τους | ριχτούς | τις | ριχτές | τα | ριχτά |
| κλητική | ριχτοί | ριχτές | ριχτά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɾiˈxtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρι‐χτός
Επίθετο
ριχτός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ρίχνω
Αναφορές
- ρίχνω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ριχτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.