ῥιζικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ῥιζικός | ἡ | ῥιζική | τὸ | ῥιζικόν |
| γενική | τοῦ | ῥιζικοῦ | τῆς | ῥιζικῆς | τοῦ | ῥιζικοῦ |
| δοτική | τῷ | ῥιζικῷ | τῇ | ῥιζικῇ | τῷ | ῥιζικῷ |
| αιτιατική | τὸν | ῥιζικόν | τὴν | ῥιζικήν | τὸ | ῥιζικόν |
| κλητική ὦ! | ῥιζικέ | ῥιζική | ῥιζικόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ῥιζικοί | αἱ | ῥιζικαί | τὰ | ῥιζικᾰ́ |
| γενική | τῶν | ῥιζικῶν | τῶν | ῥιζικῶν | τῶν | ῥιζικῶν |
| δοτική | τοῖς | ῥιζικοῖς | ταῖς | ῥιζικαῖς | τοῖς | ῥιζικοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | ῥιζικούς | τὰς | ῥιζικᾱ́ς | τὰ | ῥιζικᾰ́ |
| κλητική ὦ! | ῥιζικοί | ῥιζικαί | ῥιζικᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥιζικώ | τὼ | ῥιζικᾱ́ | τὼ | ῥιζικώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | ῥιζικοῖν | τοῖν | ῥιζικαῖν | τοῖν | ῥιζικοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ῥιζικός < αρχαία ελληνική ῥίζα
Επίθετο
ῥιζικός, -ή, -όν
- ((ελληνιστική κοινή)) ριζικός, που έχει σχέση με τη ρίζα, αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ῥίζα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.