ραφινάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ραφινάτος η ραφινάτη το ραφινάτο
      γενική του ραφινάτου της ραφινάτης του ραφινάτου
    αιτιατική τον ραφινάτο τη ραφινάτη το ραφινάτο
     κλητική ραφινάτε ραφινάτη ραφινάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ραφινάτοι οι ραφινάτες τα ραφινάτα
      γενική των ραφινάτων των ραφινάτων των ραφινάτων
    αιτιατική τους ραφινάτους τις ραφινάτες τα ραφινάτα
     κλητική ραφινάτοι ραφινάτες ραφινάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ραφινάτος < (άμεσο δάνειο) ιταλική raffinato < raffinare < fine < λατινική finis

Επίθετο

ραφινάτος, -η, -ο

  1. απαλλαγμένος από προσμείξεις
     συνώνυμα: διαυγής, καθαρός, λαμπικαρισμένος, ραφιναρισμένος, ραφινέ
  2. (μεταφορικά) εξευγενισμένος, εκλεπτυσμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.