ραφινάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ραφινάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική raffinare < fine < λατινική finis

Ρήμα

ραφινάρω (παθητική φωνή: ραφινάρομαι)

  1. απαλλάσσω από προσμείξεις
     συνώνυμα: λαγαρίζω, λαμπικάρω
  2. (μεταφορικά) εξευγενίζω, εκλεπτύνω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.