ραντιστήρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραντιστήρι τα ραντιστήρια
      γενική του ραντιστηριού των ραντιστηριών
    αιτιατική το ραντιστήρι τα ραντιστήρια
     κλητική ραντιστήρι ραντιστήρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραντιστήρι < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ραντιστήρι ουδέτερο

  1. ένα είδος δοχείου για το πότισμα των φυτών, με ένα χερούλι και ένα μακρύ σωλήνα που έχει στην άκρη του ένα διάτρητο πώμα, το ποτιστήρι
  2. (στην εκκλησία) συσκευή για το ράντισμα των πιστών με μύρο
  3. συσκευή ψεκασμού με σκανδάλη

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.