ποτιστήρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποτιστήρι | τα | ποτιστήρια |
| γενική | του | ποτιστηριού | των | ποτιστηριών |
| αιτιατική | το | ποτιστήρι | τα | ποτιστήρια |
| κλητική | ποτιστήρι | ποτιστήρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποτιστήρι < μεσαιωνική ελληνική ποτιστήριν < ελληνιστική κοινή ποτιστήριον < αρχαία ελληνική ποτίζω
Ουσιαστικό
ποτιστήρι ουδέτερο

Ποτιστήρι
- ποτιστήρα
Μεταφράσεις
ποτιστήρι
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.